Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανισασμός — ο (Μ ἀνισασμός) [ισασμός] νεοελλ. 1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση 2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς) μσν. η εξίσωση, η εξομοίωση … Dictionary of Greek
ἀνισασμόν — ἀνισασμός equalization masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)